- τέρας
- -ατος, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. γεν. τέραος και ιων. τ. γεν. τέρεος και τέρως και επικ. τ. ονομ. πληθ. τέραα και, για μετρικούς λόγους, τείρεα και ιων. τ. τέρεα και τεράατα και τέρα και αττ. τ. γεν. πληθ. τερῶν και επικ. τ. τεράων και τερέων και επικ. τ. δοτ. πληθ. τεράεσσι και τείρεσιν και τείρεσσι, Α1. μυθ. εξαιρετικά μεγάλο και ασυνήθιστο ζώο ικανό να προκαλέσει φόβο και τρόμο στους ανθρώπους, όπως είναι λ.χ. ο κένταυρος, η χίμαιρα κ.ά.2. κάθε γέννημα ή βλάστημα με αφύσικη και ανώμαλη διάπλαση3. παροιμ. φρ. «σημεία και τέρατα» — συμβάντα ή πράξεις που προκαλούν κατάπληξη, είτε επειδή είναι σπουδαία και άξια θαυμασμού είτε, κυρίως, επειδή είναι φαύλα, πολύ ασυνήθιστα ή και τρομακτικά (ΚΔ)νεοελλ.1. ιατρ. ζωντανό πλάσμα, συνήθως έμβρυο ή νεογέννητο, με σημαντικές διαμαρτίες διαπλάσεως2. μτφ. πολύ άσχημος («τέτοιο τέρας σαν κι αυτόν δεν ξανάδα»)3. (με γεν.) καθετί το εξαίρετο ή ασυνήθιστο (α. «τέρας εργατικότητας» β. «τέρας μνήμης»)νεοελλ.-μσν.μτφ. (για πρόσ.) α) άνθρωπος διεστραμμένοςβ) άνθρωπος κακεντρεχής, μοχθηρόςαρχ.1. κάθε φυσικό φαινόμενο που αντιβαίνει στη συνηθισμένη πορεία τών μεταβολών τής φύσης και στο οποίο θα μπορούσε να ανιχνεύσει κανείς ένα σημείο προφητικό ή τη θεϊκή θέληση («ἤν δὲ χειμῶνος βροντή γένηται, ὡς τέρας θωμάζεται», Ηρόδ.)2. καθετί το θαυμαστό ή παράδοξο, τερατούργημα («τέρας λέγεις καὶ θαυμαστόν», Πλάτ.)3. (ιδίως για λόγο) απίστευτος4. (για κύπελλο) θαυμάσιο, υπέροχο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίο ουδ. σε -ας (πρβλ. κτέρ-ας, σέλ-ας), που κατά την επικρατέστερη άποψη ανάγεται σε αρχικό τ. *kwerōr (βλ. λ. πέλωρ «τέρας»), με οδοντική αντιπροσώπευση τού χειλοϋπερωικού φθόγγου και αλλαγή στο επίθημα (-ας αντί -ωρ/-αρ). Η κλίση τού ουδ. τέρας παρουσιάζει γεν. και δοτ. τέρατ-ος, τέρατ-ι, με οδοντικό σύμφωνο, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε αρχικό σχηματισμό σε -αρ, -ατος, απ' όπου, λόγω τής ομοιότητας τού φωνηεντισμού -α-, πέρασε στην κατηγορία τών σιγμολήκτων. Η ύπαρξη τού οδοντικού στην κατάληξη επέτρεψε τη δημιουργία κλίσης απαλλαγμένης από τις δυσχέρειες τών διαφόρων συναιρέσεων (πρβλ. τέρατ-ος αντί τέραος και τέρεος και τέρως). Ο τ. τής ονομαστικής πληθ. τείρεα οφείλεται σε μετρικούς λόγους. Από τον τ. τείρεα σχηματίστηκε το ανθρωπωνύμιο Τειρεσ-ίας (με επίθημα -ίας). Η λ. τέρας χρησιμοποιήθηκε αρχικά με σημ. «φυσικό φαινόμενο που αντιβαίνει τη συνηθισμένη πορεία τών μεταβολών τής φύσης και εκλαμβάνεται ως προφητικό σημάδι δηλωτικό τής θεϊκής θέλησης», από όπου η σημ. «καθετί το θαυμαστό ή παράδοξο που προκαλεί δέος, τερατούργημα». Η λ. τέρας μάλιστα, ειδικά στον πληθ. τείρεα, χρησιμοποιήθηκε μτγν. για να δηλώσει τα σημάδια τού ουρανού και συγκεκριμένα τους αστέρες. Λόγω τής σημ. αυτής, η λ. συνδέθηκε από ορισμένους με το αρχ. ινδ. tārah «αστέρια». Στη Νέα Ελληνική, τέλος, η λ. χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάτι πολύ άσχημο, αφύσικο, έκτρωμα.ΠΑΡ. τεράστιος, τερατώδηςαρχ.τεράζω, τέρασμα, τερατίας, τερατούμαι, τερατωπόςαρχ.-μσν.τερατισμόςμσν.τεράτισμα.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) τερατογόνος, τερατολόγος, τερατόμορφος, τερατοσκόπος, τερατουργόςαρχ.τερασπορία, τερατογραφώ, τερατοποιός, τερατοπρόσωποςμσν.τερατοεργάτης, τερατομυθία, τερατοτόκοςνεοελλ.τερατογένεση, τερατοειδής, τερατοκτονία, τερατοπαγής, τερατοφανής].
Dictionary of Greek. 2013.